Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

(αἱ τῶν νόσων κρίσεις

См. также в других словарях:

  • ουρικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα ούρα («ουρικό απόστημα») 2. φρ. α) «ουρικό οξύ» (βιοχ.) οργανική ένωση που αποτελεί το τελικό προϊόν τού καταβολισμού τών πρωτεϊνών στα περισσότερα ερπετά και στα πτηνά και αποβάλλεται με πυκνά ούρα, ενώ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»